- ἐριβώλακι
- ἐριβώ̱λακι , ἐριβῶλαξwith large clodsmasc/fem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εριβώλαξ — ἐριβώλαξ, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλους βώλους χώματος (για εύφορη γη) 2. πολύ εύφορος, γόνιμος («ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι βοτιανείρῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βώλαξ «όγκος χώματος»] … Dictionary of Greek